-
1 рента
рентаж эк. τό ἐἰσόδημα, ἡ πρόσοδος/ ἡ ράντα (от ценных бумаг):пожизненная \рента τό ἰσόβιο εἰσόδημα· земельная \рента ἡ ἐγγεια πρόσοδος· дифференциальная \рента ἡ διαφορική πρόσοδος· абсолютная \рента ἡ ἀπόλυτη πρόσοδος. -
2 εισόδημα
τό1) урожай; сбор (плодов); 2) доход, прибыль;καθαρόν εισόδημα — чистая прибыль;
τό εθνικό[ν] εισόδημα — национальный доход;
τα εργατικά εισόδήματα — трудовые доходы;
τυχερά εισόδήματα — приработок; — случайный доход;
φόρος επί τούεισόδήματος — подоходный налог;
ζω από τα εισόδήματά μου — жить на свой заработок;
3) рента;τό ισόβιο εισόδημα — пожизненная рента;
ονομαστικό εισόδημα — именная рента
См. также в других словарях:
βακούφι — (τουρκ. βακφ, αραβ. ουάκφ, που σημαίνει αφιέρωμα). Β. ονόμαζαν οι μουσουλμάνοι κυρίως τα ακίνητα (συνήθως κτήματα), που αφιερώνονται για την εξυπηρέτηση φιλανθρωπικών σκοπών, π.χ. για τη συντήρηση σχολείων, τζαμιών, νοσοκομείων, ορφανοτροφείων… … Dictionary of Greek
δόγης — (λατ. dux). Ανώτατος άρχοντας στις δημοκρατίες της Βενετίας και της Γένοβας. Η πρώτη εκλογή δ. στη Βενετία χρονολογείται το 697. Έκτοτε και έως το 887, όταν η Βενετία απέκτησε και τυπικά την πλήρη ανεξαρτησία της, ο δ. συνέχισε να είναι νομικά… … Dictionary of Greek
προνοιάριος — ὁ, Μ ο κάτοχος βυζαντινής πρόνοιας, δηλαδή μεγάλης έκτασης γης που τού παραχωρούσε η αυτοκρατορία ως ισόβιο προνόμιο και με ορισμένη αποστολή και συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όπως λ.χ. τον εποικισμό τής περιοχής, την περιφρούρησή της, την προσφορά… … Dictionary of Greek
πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
Αγουρίδης, Σάββας — (Αθήνα 1921 –).Θεολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Σταδιοδρόμησε στην πανεπιστημιακή κοινότητα ως έκτακτος… … Dictionary of Greek
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek
Αποστόλης — I Επώνυμο οικογένειας λογίων των υστεροβυζαντινών χρόνων. 1. Αρσένιος (Χάνδακας, Κρήτη 1468 – Βενετία 1535). Ήταν γιος του επίσης διαπρεπούς λογίου Μιχαήλ A. (βλ. 2.), του οποίου κληρονόμησε όχι μόνο το φιλολογικό ταλέντο, αλλά και τον βίαιο και… … Dictionary of Greek
Αριστάρχης — Επώνυμο μεγάλης οικογένειας Φαναριωτών, από τα μέλη της οποίας τα περισσότερα διακρίθηκαν ως ανώτατοι αξιωματούχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, των παραδουνάβιων ηγεμονιών και του οικουμενικού πατριαρχείου. Ειδικότερα, ο Σταυράκης Α. (1770 1822) … Dictionary of Greek
Βησσαρίων — Όνομα λόγιων κληρικών. 1. Βυζαντινός θεολόγος, καρδινάλιος και διάσημος ουμανιστής των χρόνων της Αναγέννησης (Τραπεζούντα 1395 – Ραβένα 1472). Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στη σχολή του Πλήθωνα στον Μιστρά. Η μαθητεία του κοντά… … Dictionary of Greek
Γεωργάκης, Ιωάννης — (Λευκάδα 1916 – 1993). Νομικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Λειψίας, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας, επέστρεψε στην Ελλάδα και ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Στη… … Dictionary of Greek